κομπριμέ

κομπριμέ
το
άκλ. (για φαρμακευτικά σκευάσματα) συμπιεσμένα δισκία, χάπια, κουφέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. comprime < comprimer < λατ. comprimo «συνθλίβω, συμπιέζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”